ἐπίπλου

ἐπίπλου
ἐπίπλοος 2
sailing against
masc voc sg (attic)
ἐπίπλοος 2
sailing against
masc gen sg (attic)
ἐπιπέλομαι
come to
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • OMENTUM — Hebr. Gap desc: Hebrew, i. e. operiens, Levitici c. 9. v. 19. Ex ariete (obtulerunt) caudam operientem, et renes, ubi subintelligenda intestina: Ventriculum enim atque intestina pingui ac tenui omento integi, dicit Plin. l. 11. c. 37. Unde est,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PROSICIAE vel PRAESICIAE — dictae sunt partes extorum, quae prosecari et Diis porrici consuevêre. Festus, Prosicium, quod praesecatum porricitur. Arnob. l. 7. Quod si omnes bas partes, quas Praesicias dicitis, accipere Dri ament, quid intercedit, quid prohibet, ut non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άπλωμα — το (AM ἅπλωμα) ξεδίπλωμα, τέντωμα μσν. νεοελλ. (για υφάσματα) το κάλυμμα επίπλου ή της Αγίας Τραπέζης νεοελλ. 1. έκθεση νωπών ή υγρών πραγμάτων στο ύπαιθρο, για να στεγνώσουν 2. απλοχωριά, ανοιχτός χώρος …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • αντιβασιλεία — Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που αντικαθιστούν τον βασιλιά στις εξής περιπτώσεις: όταν είναι ανήλικος, όταν εξαιτίας μακρόχρονης αρρώστιας δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ή όταν δεν υπάρχει διάδοχος του… …   Dictionary of Greek

  • εκγλυφή — η (Α ἐκγλυφή) νεοελλ. 1. σκάλισμα, κοίλανση («εκγλυφὴ επίπλου») 2. κοιλότητα που γίνεται από εκγλυφίδα αρχ. εκκόλαψη …   Dictionary of Greek

  • επιπλοκήλη — η (Α ἐπιπλοκήλη) ιατρ. μορφή κήλης που χαρακτηρίζεται από την πτώση τού επίπλου* μέσα στον κηλικό σάκο …   Dictionary of Greek

  • κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… …   Dictionary of Greek

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”